JavaScript Menu by Deluxe-Menu.com
 
06 Μαΐου 2014  
Πληροφορίες Επισκεπτών->Ιστορία->Αρχαιολογικοί Χώροι - Ιστορικά Μνημεία->Βυζαντινών και Νεότερων Χρόνων->Εκκλησιαστικά Συγκροτήματα

Ι.Μ. Αγ. Τριάδος Τζαγκαρόλων

19-05-2010
Διαχειριστής
προεπισκόπηση εκτύπωσης


(κοινότητα Μουζουράς οικισμός: Ι.Μ. Τζαγκαρόλων
απόφαση κήρυξης Φ.Ε.Κ.: ΥΑ Α/Φ31/36852/2942/12-10-1973
Φ.Ε.Κ. 29/23-2-1948 Φ.Ε.Κ. 1242/Β/16-10-1973
Εισαγωγή - ιστορικά στοιχεία

Η κατάκτηση της Κρήτης από τους Βενετούς, κατά το πρώτο μισό του 13ου αι., έφερε σοβαρές αλλαγές στη ζωή του νησιού με τις προσπάθειες των κατακτητών να επιβληθούν στο ντόπιο πληθυσμό. Έτσι απαγορεύτηκε η παραμονή στο νησί επισκόπων των οποίων τη θέση παίρνουν καθολικοί, λήφθηκαν περιοριστικά μέτρα όσον αφορά τη λατρεία και δεν ενθαρρύνθηκε η ίδρυση νέων μονών.
Καθώς όμως ο κοινός κίνδυνος της κατάληψης από τους Τούρκους πλησίαζε, η Βενετία αναγκάσθηκε να χαλαρώσει την πολιτική της απέναντι στους ορθόδοξους. Επιτράπηκε έτσι η ίδρυση και ανακαίνιση μονών και ενθαρρύνθηκε η αναδιοργάνώση του μοναχικού βίου με την επιβολή του κοινοβιακού συστήματος. Στον τελευταίο αιώνα της Βενετοκρατίας κτίζονται ή ανακαινίζονται εκατοντάδες μονές στην Κρήτη, οι οποίες προικίζονται με προνόμια από τις αρχές και πλούσια περιουσιακά στοιχεία από τους ιδρυτές και αφιερωτές.
Οι αδελφοί Ιερεμίας και Λαυρέντιος από τη Βενετοκρητική οικογένεια των Τζαγκαρόλων, ορθόδοξοι στο δόγμα, αναλαμβάνουν, με την προτροπή των τοπικών αρχών, την ίδρυση της Μονής της Αγίας Τριάδας, αλλά και την ανασυγκρότηση της κοντινής Μονής Γουβερνέτου. Έτσι κτίζεται το εντυπωσιακό συγκρότημα στη θέση «Τζομπόμυλος» , στους πρόποδες της χαμηλής οροσειράς του Σταυρού, στο ακρωτήριο Μελέχα, που δεν έχει ολοκληρωθεί το 1645 όταν οι Τούρκοι θα καταλάβουν τα Χανιά.
Το κτιριακό συγκρότημα, το μεγαλύτερο στην Κρήτη, με έντονα τα αρχιτεκτονικά στοιχεία του Βενετσιάνικου Μανιερισμού, εκφράζει άριστα τις ιστορικές και καλλιτεχνικές συνθήκες της εποχής. Αποτελεί το χαρακτηριστικότερο δείγμα της Κρητικής Αναγέννησης στον τομέα της αρχιτεκτονικής.
Οι πληροφορίες μας για τη Μονή προέρχονται από τον Κώδικα, ο οποίος γράφτηκε με βάση τις πληροφορίες των γεροντότερων μοναχών, μετά την καταστροφή του αρχικού κατά την πυρπόληση της Μονής το 1821.
Από μια σειρά εγγράφων μαθαίνουμε και την άλλη ονομασία της Μονής, Αγία Τριάδα των Μουρτάρων, από το όνομα των ιδιοκτητών της περιοχής.
Το 1613 το έργο της οικοδομής είχε προχωρήσει σημαντικά. Το 1645, οπότε οι Τούρκοι καταλαμβάνουν την περιοχή των Χανίων και διακόπτεται το έργο, έχει ήδη ολοκληρωθεί το μεγαλύτερο μέρος των κτισμάτων καθώς και το μεγάλο καθολικό έως τη βάση του τρούλου. Κατά την επανάσταση του 1821 η Μονή πυρπολείται και λεηλατείται από άτακτους Τουρκοκρητικούς.

Έτσι, εκτός από τα κτήρια, καταστράφηκαν τα κειμήλια, η βιβλιοθήκη και ο αρχικός διάκοσμος του ναού, εκτός από λίγες εξαιρέσεις. Μετά το τέλος της Επανάστασης οι μοναχοί επέστρεψαν στη Μονή και άρχισαν τις έντονες προσπάθειες για την ανασυγκρότηση της. Το 1854 προστέθηκαν τα δύο παρεκκλήσια της Σταυρώσεως και των Αγ. Αποστόλων πάνω από το νάρθηκα και η περίπλοκη σκάλα που οδηγεί σε αυτά. Το 1892 ιδρύεται Ιεροδιδασκαλείο, το οποίο στη συνέχεια μετεξελίχθηκε σε Ιερατική Σχολή και από το 1930 σε Εκκλησιαστική Σχολή. Η Μονή λειτουργεί μέχρι σήμερα με λίγους μοναχούς, οι οποίοι, ωστόσο, φροντίζουν για την καλή λειτουργία της και για την αποκατάσταση του διατηρητέου συγκροτήματος.

Περιγραφή Μονής
Το συγκρότημα σχηματίζει ένα μεγάλο τετράπλευρο, διαστ. 53x 63μ., με το εντυπωσιακό καθολικό στο κέντρο.
Η Μονή αρχικά αποτελούνταν από τρεις πτέρυγες, οι οποίες περιέβαλαν τη μεγάλη αυλή με το καθολικό. Η ανατολική πλευρά, που περιελάμβανε το κοιμητήριο, κλεινόταν από ένα υψηλό τοίχο μέχρι τις αρχές του 20ου αι., οπότε κτίστηκε εκεί το μεγάλο κτήριο της Σχολής. Εξωτερικά η δυτική πτέρυγα και ένα μέρος της νότιας είναι τριώροφες και εσωτερικά διώροφες.
Το ισόγειο περιλαμβάνει θολωτούς χώρους για την επεξεργασία και αποθήκευση των αγροτικών προϊόντων. Τα ισόγεια και η μεγάλη δεξαμενή, που καταλαμβάνει το χώρο της αυλής, μπροστά από το καθολικό, σχηματίζουν, ένα μεγάλο επίπεδο χώρο, που αποτελεί και τη μεγάλη αυλή. Οι ισόγειοι χώροι είναι προσπελάσιμοι από το εξωτερικό με τρεις τοξωτές εισόδους. Από την πύλη στο βόρειο τμήμα οδηγούμαστε στο χώρο αποθήκευσης του λαδιού και -παλαιότερα- του ελαιοτριβείου. Στη συνέχεια είναι η είσοδος στο μεγάλο χώρο κάτω από τον πυλώνα με τη ναόσχημη κρήνη, που ήταν προορισμένη για το πότισμα των ζώων.
Η πρόσοψη της Μονής είναι διαμορφωμένη σε τρία τμήματα, με άξονα της το μικρότερο κεντρικό με τη μνημειακή κλίμακα και την κεντρική πύλη. Ταιριαστή προσθήκη στο συγκρότημα, στο τέλος του 19ου αι., αποτελεί ο νεώτερος όροφος και το υψηλό καμπαναριό πάνω από την κυρία είσοδο. Η πύλη οδηγεί μέσα από ένα υψηλό, θολοσκέπαστο διαβατικό, στην αυλή.
Από το διαβατικό δύο πόρτες στα πλάγια οδηγούν στο παλιό θυρωρείο (σήμερα αρχονταρίκι) στη νότια πλευρά και σε τρία συνεχόμενα δωμάτια (σημερινό Μουσείο), στη βόρεια . Το υπόλοιπο μέρος της νότιας πλευράς της δυτικής πτέρυγας καταλαμβάνει η τράπεζα της Μονής και της βόρειας το παλιό ηγουμενείο (σήμερα βιβλιοθήκη). Μια μικρή πόρτα οδηγεί από την τράπεζα στο μεγάλο μαγειρείο, που βρίσκεται στην αρχή της νότια πτέρυγας. Στο μέσο, περίπου, της νότιας πτέρυγας είναι το νεώτερο ηγουμενείο με τον ξενώνα και το διαμέρισμα του Επισκόπου στον όροφο. Στη συνέχεια ένα θολοσκέπαστο διαβατικό οδηγεί στη νότια πύλη προς τα περιβόλια.
Μέχρι το τέρμα της νότια πτέρυγας, όπου το οστεοφυλάκιο, ακολουθεί μια σειρά από διώροφα, θολοσκέπαστα κελιά για τους μοναχούς. Μια τοξοστοιχία προσδιορίζει στο ισόγειο το διάδρομο μπροστά από τα κελιά, που οδηγεί στο κοιμητηριακό συγκρότημα. Ολόκληρη την ανατολική πτέρυγα καλύπτει το διώροφο κτίριο της Σχολής. Το ανατολικό μέρος της βόρειας πτέρυγας καταλαμβάνουν θολωτά κτίρια. Ακολουθεί ένα ακόμη θολοσκέπαστο διαβατικό, που οδηγεί προς τη βόρεια πύλη της Μονής και ένα διώροφο συγκρότημα πιο επίσημων κελιών. Μπροστά από τα κελιά στις τρεις πτέρυγες και με τη βοήθεια χαμηλών τοίχων, σχηματίζεται ευρύς πλακόστρωτος διάδρομος.
Το Καθολικό
Σύμφωνα με τον Κώδικα τα σχέδια για την οικοδόμησή του τα έφερε ο Ιερεμίας από το Άγιο Όρος. Η κάτοψη του ναού θυμίζει αρκετά τον επικρατούντα στις αγιορείτικες Μονές αρχιτεκτονικό τύπο του τρίκογχου με τρούλο, παρεκκλήσια και νάρθηκα. Τα υπόλοιπα, όμως, αρχιτεκτονικά στοιχεία και κυρίως ο διάκοσμος συνδέονται με τη Δυτική παράδοση. Έτσι το καθολικό της Αγίας Τριάδας, που αποτέλεσε και το πρότυπο για μια σειρά από μοναστηριακούς ναούς στην περιοχή των Χανίων, λίγα χρόνια πριν από την τουρκική κατάκτηση, αποτελεί στον τομέα της αρχιτεκτονικής ένα από τα σημαντικότερα δείγματα της Κρητικής Αναγέννησης.
Ως προς την κάτοψή του ο ναός, αποτελείται από έναν άνετο νάρθηκα, καλυμμένο από τρία μεγάλα σταυροθόλια, τον ευρύ χώρο του κυρίως ναού με τις τρεις κόγχες στα πλάγια και ανατολικά, τα δύο μικρά παρεκκλήσια της Ζωοδόχου Πηγής και του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στα δυτικά και την πρόθεση και το διακονικό, που πλαισιώνουν την κόγχη του ιερού. Από τις δύο πλευρές της κεντρικής πύλης υπάρχει η κτητορική επιγραφή, στα Ελληνικά και Λατινικά, που αναφέρεται στους κτήτορες και την οικοδόμηση του μνημείου.
Από τα παρεκκλήσια, το νότιο διατηρεί το αρχικό ξυλόγλυπτο τέμπλο, ενώ το τέμπλο του βόρειου παρεκκλησίου χρονολογείται στον 18ο αι. Σήμερα από τον αρχικό διάκοσμο του ναού δε σώζεται τίποτα, αφού, όπως αναφέραμε, πυρπολήθηκε το 1821. Ο Παπαδοπετράκης περιγράφει, βασιζόμενος σε παλαιότερες μαρτυρίες, το διάκοσμο και αναφέρεται στο αρχικό τέμπλο από ξύλο καρυδιάς. Από άλλες πηγές γνωρίζουμε για την ύπαρξη πολλών φορητών εικόνων στους τοίχους του ναού, ενός κιβωρίου πάνω από την Αγία Τράπεζα, του επισκοπικού θρόνου και πολλών πολύτιμων ασημένιων, ιερών σκευών και αμφίων.
Γύρω στα 1845 κατασκευάστηκε το νέο τέμπλο του ναού, το οποίο, σύμφωνα με την επιγραφή, επιχρυσώθηκε και χρωματίστηκε. Στην ίδια χρονιά χρονολογούνται και οι μεγάλες δεσποτικές εικόνες του τέμπλου. Το τέμπλο δεν ακολουθεί την παραδοσιακή μορφή των Κρητικών τέμπλων, αλλά την κοινή στην ευρύτερο χώρο των Βαλκανικών χωρών με στοιχεία λαϊκού «Μπαρόκ» και παραχωρήσεις προς το Νεοκλασικισμό.
Το Κοιμητήριο
Το Κοιμητήριο της Μονής, που είχε ήδη ολοκληρωθεί το 1645, βρισκόταν στο χώρο ανατολικά του καθολικού, εκεί όπου σήμερα υπάρχει το κτίριο της Εκκλησιαστικής Σχολής.
Η νότια πτέρυγα κατέληγε στο διώροφο συγκρότημα του οστεοφυλακίου και του παρεκκλησίου του Σωτήρα.
Το οστεοφυλάκιο εσωτερικά είναι χωρισμένο σε δύο άνισα τμήματα από ένα κτιστό διάφραγμα με τη μορφή τέμπλου. Στο μικρότερο, βόρειο τμήμα είναι τοποθετημένα τα οστά των νεκρών μοναχών, ενώ στο νότιο βρίσκεται ο τάφος των κτητόρων.
Το παρεκκλήσι του Σωτήρα, πάνω από το οστεοφυλάκιο, είναι ένα μικρό μονόχωρο, τετράγωνο κτίσμα με τρούλο, που χρονολογείται το 17ο αι. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ξυλόγλυπτο επίχρυσο τέμπλο, καθώς πρόκειται για ένα από τα ελάχιστα δείγματα που σώζονται στην Κρήτη από την εποχή αυτή.